ἐναλύω

ἐναλύω
ἐνᾰλύω,
A = ἀλύω ἐν, revel in, exult over, c. dat.,

ἐ. καὶ ἐνυβρίζειν Ph. 2.369

, cf.372; simply, dwell upon,

ὅταν ἐναλύῃ αὐτοῖς ὁ λόγος Philostr. Im.2.8

; θεραπείᾳ τῇ περὶ τὴν θεὸν ἐ. Hld.7.9
; κόμη ἐναλύουσα τῷ μετώπῳ hair hanging wildly over the face, Philostr.Im.1.10.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εναλύω — ἐναλύω (Α) 1. εντρυφώ, βρίσκω ευχαρίστηση ασχολούμενος με κάτι 2. γλεντοκοπώ, οργιάζω 3. περιπλανιέμαι κάπου («ἡ κόμη ἐναλύουσα τῷ μετώπῳ» καθώς περιπλανιέται άτακτα στο μέτωπο, Φιλόστρ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”